- προδιέξειμι,
- προ-δι-εξ-έρχομαι, u. προ-δι-έξ-ειμι, u. προ-δι-εξ-οδεύω, vorher hindurch u. wieder heraus gehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιέξειμι — Α (μέλλ. με σημ. ενεστ.) προδιεξέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διέξειμι «διαβαίνω, εκθέτω λεπτομερώς»] … Dictionary of Greek
προδιεξέρχομαι — Α 1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου προηγουμένως και εξέρχομαι 2. αναπτύσσω λεπτομερειακά κάτι εκ τών προτέρων («πρώτον μὲν γὰρ προδιέξειμι πρὸς ὑμᾱς τοὺς νόμους», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξέρχομαι «περνώ,… … Dictionary of Greek